- απρίξ
- ἀπρίξ επίρρ. (Α)σφιχτά, δυνατά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπρίξ — fast indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] … Dictionary of Greek
επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek